φασόλι — το / φασόλιν, ΝΜ, και φασούλι Ν βοτ. κοινή, σήμερα, ονομασία τόσο τού καρπού όσο και τού σπέρματος τής φασολιάς και, κατ επέκταση, και τού φυτού φασολιά, ένα από τα πιο διαδεδομένα και πολύτιμα όσπρια στον κόσμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φασίολος* /… … Dictionary of Greek
φασολάκι — και φασουλάκι, το, Ν [φασόλι / φασούλι] 1. υποκορ. τ. τού φασόλι 2. συν. στον πληθ. τα φασολάκια και φασουλάκια α) οι χλωροί καρποί τής φασολιάς («τα φασολάκια ήταν ακριβά σήμερα στη λαϊκή») β) λαδερό φαγητό που γίνεται με χλωρούς καρπούς… … Dictionary of Greek
φασόλα — η, Ν μεγάλο φασόλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < φασόλι + μεγεθ. κατάλ. α (πρβλ. κεφάλ α)] … Dictionary of Greek
ελλοβόκαρπα ή λεγκουμινώδη ή χεδρωπά — Τάξη ή, κατά άλλους, οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών που περιλαμβάνει πολλές πόες, φρύγανα, θάμνους και δέντρα με μεγάλες διαφορές μεταξύ τους ως προς τον όγκο, το χρώμα και το μέγεθος των ανθών κλπ., αλλά με κοινό χαρακτηριστικό γνώρισμα τον… … Dictionary of Greek
фасоль — ж., укр. квасоля, фасоля. Через польск. fаsоlа, диал. fаsоl из ср. в. н. fasôl – то же от лат. рhаsеоlus из греч. φάσηλος. Меньше оснований говорить о происхождении из ср. греч. φασόλι(ον); см. Мi. ЕW 8; Бернекер I,280; невероятно Фасмер (Гр. сл … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
ФАСОЛЬ — (греч. φασόλι ). Бобовое растение, зеленые стручки которого и зрелые зерна используются как в самостоятельных блюдах (лобио, фасолевые взбивные каши, пюре, консервы), так и в качестве добавок в супы, овощные гарниры, салаты из отварных… … Большая энциклопедия кулинарного искусства
Fayot — Haricot Pour les articles homonymes, voir haricot (homonymie) … Wikipédia en Français
Fayots — Haricot Pour les articles homonymes, voir haricot (homonymie) … Wikipédia en Français
Haricot — Pour les articles homonymes, voir haricot (homonymie). Haricot commun … Wikipédia en Français
Haricot Commun — Haricot Pour les articles homonymes, voir haricot (homonymie) … Wikipédia en Français