φασόλι

φασόλι
φασόλι, το και φασούλι, το
1. η φασολιά (βλ. λ.): Χωράφι μεφασόλια.
2. ο καρπός της φασολιάς: Ένα σακί φασόλια.
3. στον πληθ., φασόλια, τα και φασόλες, οι και φασούλια, τα το λαδερό φαγητό που γίνεται από χλωρούς ή ξερούς καρπούς της φασολιάς: Σήμερα θα φάμε φασόλια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φασόλι — το / φασόλιν, ΝΜ, και φασούλι Ν βοτ. κοινή, σήμερα, ονομασία τόσο τού καρπού όσο και τού σπέρματος τής φασολιάς και, κατ επέκταση, και τού φυτού φασολιά, ένα από τα πιο διαδεδομένα και πολύτιμα όσπρια στον κόσμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φασίολος* /… …   Dictionary of Greek

  • φασολάκι — και φασουλάκι, το, Ν [φασόλι / φασούλι] 1. υποκορ. τ. τού φασόλι 2. συν. στον πληθ. τα φασολάκια και φασουλάκια α) οι χλωροί καρποί τής φασολιάς («τα φασολάκια ήταν ακριβά σήμερα στη λαϊκή») β) λαδερό φαγητό που γίνεται με χλωρούς καρπούς… …   Dictionary of Greek

  • φασόλα — η, Ν μεγάλο φασόλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < φασόλι + μεγεθ. κατάλ. α (πρβλ. κεφάλ α)] …   Dictionary of Greek

  • ελλοβόκαρπα ή λεγκουμινώδη ή χεδρωπά — Τάξη ή, κατά άλλους, οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών που περιλαμβάνει πολλές πόες, φρύγανα, θάμνους και δέντρα με μεγάλες διαφορές μεταξύ τους ως προς τον όγκο, το χρώμα και το μέγεθος των ανθών κλπ., αλλά με κοινό χαρακτηριστικό γνώρισμα τον… …   Dictionary of Greek

  • фасоль — ж., укр. квасоля, фасоля. Через польск. fаsоlа, диал. fаsоl из ср. в. н. fasôl – то же от лат. рhаsеоlus из греч. φάσηλος. Меньше оснований говорить о происхождении из ср. греч. φασόλι(ον); см. Мi. ЕW 8; Бернекер I,280; невероятно Фасмер (Гр. сл …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • ФАСОЛЬ —          (греч. φασόλι ). Бобовое растение, зеленые стручки которого и зрелые зерна используются как в самостоятельных блюдах (лобио, фасолевые взбивные каши, пюре, консервы), так и в качестве добавок в супы, овощные гарниры, салаты из отварных… …   Большая энциклопедия кулинарного искусства

  • Fayot — Haricot Pour les articles homonymes, voir haricot (homonymie) …   Wikipédia en Français

  • Fayots — Haricot Pour les articles homonymes, voir haricot (homonymie) …   Wikipédia en Français

  • Haricot — Pour les articles homonymes, voir haricot (homonymie). Haricot commun …   Wikipédia en Français

  • Haricot Commun — Haricot Pour les articles homonymes, voir haricot (homonymie) …   Wikipédia en Français

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”